- δώματος
- δώ̱ματος , δῶμαhouseneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ДОМ — • Domus. I. Греческий дом. Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… … Реальный словарь классических древностей
дом — род. п. дома, домовитый, укр. дiм, дом, род. п. дому, ст. слав. домъ οἴκος, οἰκία (Супр.), болг. домът, сербохорв. до̑м, род. п. до̏ма, словен. dôm, чеш. dům, род. п. domu, слвц. dom, польск., в луж., н луж. dom. Стар. основа на u (Гуйер, DekL… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
CAPISTRUM — quô boves capistrari soliti, Hebr. Gap desc: Hebrew vel Gap desc: Hebrew Graece φιμὸς vocatur. Hinc Deuteron. c. 25. v. 4. Bovem triturantem non capistrabis, Graece οὐ φιμώσεις, redditur ab Apostolo 1. Corinth. c. 9. v. 9. Nempe inhumanum omnino … Hofmann J. Lexicon universale
MEMORIA — I. MEMORIA fons mirus, de quô sic Plinius; l. 4. c. 7. In Boeotiâ ad Trophonium, iuxta fluv. Orchomenum, duo sunt fontes, quorum alter memoriam, alter oblivionem adfert, inde nominibus inventis. II. MEMORIA inter Numina Veterum. Vide supra Dii;… … Hofmann J. Lexicon universale
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
ακροδωμάτιος — ια, ιο [ακρόδωμα] (για λίθους) αυτός που περιβάλλει την ταράτσα, που βρίσκεται ολόγυρα από την επιφάνεια τού δώματος … Dictionary of Greek
λινοκαλάμι — και λινοκάλαμο, το (AM λινοκαλάμη, ἡ, Μ και λινοκάλαμον, τὸ) το λινάρι μσν. αρχ. το άχυρο τού λίνου, που χρησιμοποιούνταν για στέγαση καλύβας («καὶ ἔκρυψεν αὐτοὺς ἐν τῇ λινοκαλάμη τῇ ἐστοιβασμένῃ αὐτῇ ἐπὶ τοῦ δώματος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον +… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Λε Βο, Λουί — (Louis Le Vau, Παρίσι 1612 – 1670). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ήταν μαθητής του Μανσάρ και ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις αρχές της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’. Το μέγαρο Μποτρ είναι το πρώτο έργο που του αποδίδεται και, αντίθετα από τον δάσκαλό… … Dictionary of Greek
dem-, demǝ- — dem , demǝ English meaning: to build; house Deutsche Übersetzung: “bauen”, originally probably “zusammenfũgen” Material: Gk. δέμω “build”, from the heavy basis participle perf. pass. δεδμημένος, Dor. (Pindar) νεόδμᾱτος “ newly… … Proto-Indo-European etymological dictionary